Φοίνικας

Φοίνικας
I
Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.).
Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο.
II
(Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα του είναι το α, β και γ του Φ. με αστρικά μεγέθη, αντίστοιχα, 2,39, 3,30 και 3,44. Μεσουρανεί τις εσπερινές ώρες στα μέσα Νοεμβρίου.
* * *
ο / Φοῑνιξ, -οίνικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και τ. θηλ. Φοίνισσα Α
1. ο κάτοικος τής αρχαίας Φοινίκης ή ο καταγόμενος από τη χώρα αυτή (α. «οι Φοίνικες φημίζονταν για το ανεπτυγμένο εμπόριο τους» β. «ὡς Φοῑνιξ ἀνήρ, Σιδώνιος κάπηλος», Σοφ.)
2. ως κύριο όν. Φοίνιξ
μυθ. ο πατέρας τής Ευρώπης, ο οποίος, αναζητώντας την κόρη του, την οποία ο Ζευς είχε αρπάξει, έφτασε σε μια άγνωστη χώρα στην οποία και έδωσε το όνομα του, τη Φοινίκη
αρχ.
1. ως επίθ. (για πράγμ.) ο φοινικικής προέλευσης («Φοίνισσα κώπη», Ευρ.)
2. ως ουσ. ὁ φοῑνιξ
ονομασία νότιου-νοτιοανατολικού ανέμου, ο ευρόνοτος
3. (το αρσ. πληθ.) οἱ Φοίνικες
οι Καρχηδόνιοι, επειδή είχαν φοινικική καταγωγή
4. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Φοίνισσαι
τίτλος δραμάτων τού Ευριπίδου και τού Φρυνίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η απουσία από τη γλώσσα τών Φοινίκων κάποιου τ. συγγενούς μορφολογικά με το όν. Φοῖνιξ που χρησιμοποιείται στην Ελληνική για τον λαό αυτόν (πρβλ. τους τ. τής Φοινικικής Kinahhi, Kinahni, που απέχουν από το ελλ. Φοῖνιξ και έχουν αποδοθεί στην Ελληνική με τους τ. Χνᾶ (), Χνᾶς (), βλ. λ. Χαναάν) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. Φοῖνιξ είτε είναι δάνειος από κάποια γλώσσα μη σημιτικής προέλευσης —κατά μία άποψη από την Ιλλυρική— είτε είναι ανεξάρτητος σχηματισμός τής Ελληνικής για τη δήλωση τού λαού αυτού, άποψη που θεωρείται πιο πιθανή. Στην περίπτωση αυτή, η Ελληνική θα πρέπει να χρησιμοποίησε τον τ. φοῖνιξ (Ι) «κόκκινος, πορφυρός» ως ονομ. τού λαού αυτού, λόγω τού κοκκινωπού χρώματος τού δέρματος τών κατοίκων, το οποίο μπορεί να οφείλεται και στην επίδραση τού ηλίου. Αντίθετα, η άποψη ότι οι Φοίνικες ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι επιδίδονταν στο εμπόριο τής πορφυρής βαφής δεν θεωρείται και πολύ πιθανή, αφού θα οδηγούσε στην αποδοχή τού παράδοξου φαινομένου τού χαρακτηρισμού ενός ολόκληρου λαού από την ονομ. ενός εμπορικού προϊόντος. Η λ. Φοῖνιξ απαντά πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή στους τ. ponikijo (βλ. λ. φοινίκιος [II]) και ponike, καθώς και λ. φοίνικας [Ι]), ενώ, τέλος, στον Όμηρο απαντούν παρλλ. και οι τ. Σιδόνες, Σιδόνιοι (πρβλ. τον τ. Sidunnu, που απαντά σε ασσυριακά κείμενα και στην Παλαιά Διαθήκη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοινικάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοίνικας — ο 1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικάς — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικᾶς — φοινίκεος purple red fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκας — Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem acc pl Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκας — φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem acc pl φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίνικας — Φοί̱νῑκας , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc pl Φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — φοί̱νικας , φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικά — φοινικάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”